παρέκβαση — η η απομάκρυνση ομιλητή ή συγγραφέα από το θέμα του, λοξοδρόμηση, παρέκκλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek
παρεκδρομή — ἡ, Μ παρέκβαση λόγου, παρέκκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδρομή «παρέκβαση λόγου» (< ἐκδραμεῖν, απρμφ. αορ. τού ἐκτρέχω)] … Dictionary of Greek
έκβαση — η (AM ἔκβασις) 1. το αποτέλεσμα, η κατάληξη, το τέλος, («ἡ ἔκβαση τῶν ἐκλογῶν») 2. εκπλήρωση, πραγματοποίηση αρχ. 1. τόπος για έξοδο, για απόβαση 2. έξοδος, στενό πέρασμα 3. απόβαση, αποβίβαση 4. διαφυγή, απαλλαγή 5. εισόδημα, έσοδο 6. εκτροπή,… … Dictionary of Greek
έκτροπος — η, ο (Α ἔκτροπος, ον) Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος νεοελλ. συν. στον πληθ. τα έκτροπα ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις II. επίρρ. ἐκτρόπως κατά παρέκβαση από… … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκδρομή — η (AM ἐκδρομή) 1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση 2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ. μσν. 1. (για χρόνο) πέρασμα αρχ. 1. εξόρμηση, έφοδος 2. το σύνολο … Dictionary of Greek